ΚΡΙΤΙΚΕΣ

 

Αυγουστίνος Ζενάκος. ΤΟ ΒΗΜΑ, 7/12/2003

Το νέο Βραβείο Σύγχρονης Ευρωπαϊκής Ζωγραφικής του Μουσείου Φρυσίρα

Αν το Βραβείο Σύγχρονης Ευρωπαϊκής Ζωγραφικής που θεσπίζει από εφέτος το Μουσείο Φρυσίρα είναι κάτι, τότε είναι ένας ύμνος στους χαμηλούς τόνους. Την αίσθηση αυτή δεν τη δημιουργεί μόνο η σύντομη ιστορία του ίδιου του γοητευτικού μουσείου ζωγραφικής στην Πλάκα· τη δημιουργεί και η απόφαση να δοθεί το πρώτο βραβείο στον Βασίλη Παπανικολάου, μια απόφαση που συνιστά πρόκληση για την πεποίθηση που εν πολλοίς κυριαρχεί στη σύγχρονη τέχνη, ότι δηλαδή για να σε προσέξουν πρέπει να είσαι όσο το δυνατόν πιο θορυβώδης.

Οταν ο Βασίλης Παπανικολάου είχε κάνει την πρώτη του ατομική έκθεση στην αίθουσα τέχνης Εκφραση, τον περυσινό Δεκέμβριο, είχα γράψει ότι πρόκειται για «έναν καλλιτέχνη ο οποίος με αποφασιστικότητα αποφεύγει τον εντυπωσιασμό και αποπειράται να κάνει αυτό που πολλοί – πρωτίστως λόγω δυσκολίας, πιστεύω – αποφεύγουν: καλή ζωγραφική,ζωγραφική του σχεδίου, του χρώματος και του βλέμματος, δίχως κολπάκια, ψευτιές και ευκολίες» (βλ. «Το Βήμα», 7.12.2002). Φυσικά δεν προσπαθώ να υποδυθώ τον κυνηγό ταλέντων ούτε να υποστηρίξω ότι η απονομή του βραβείου επιβεβαιώνει κανενός είδους πρόβλεψη αλλά να εκφράσω μια ικανοποίηση για το γεγονός ότι η κριτική επιτροπή (δηλαδή ο επίτιμος διευθυντής του μουσείου Εντουαρντ Λούσι-Σμιθ, ο πρόεδρος του μουσείου Βλάσης Φρυσίρας, ο πρόεδρος του Ιδρύματος Adami Βαλέριο Αντάμι, ο καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών του Παρισιού Πατ Αντρέα, ο διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη Αγγελος Δεληβορριάς και ο πρύτανης της ΑΣΚΤ Αθηνών Χρόνης Μπότσογλου) πήρε μια τόσο θαρραλέα απόφαση. Τα περί «χαμηλών τόνων» προκύπτουν και από όσα επισημαίνει ο πρόεδρος της κριτικής επιτροπής Εντουαρντ Λούσι-Σμιθ στα σχόλιά του για το βραβείο: «Ο Βασίλης Παπανικολάου μπορεί να εκπλήξει πολλούς με τα μικρής κλίμακας, σεμνά και διακριτικά έργα του. Οδηγηθήκαμε στα μικρά ζωγραφικά του έργα όχι μόνο λόγω της εξαίρετης τεχνικής ικανότητας που τα διακρίνει αλλά και από την αίσθηση ότι επιτελούν κάτι ουσιώδες για τη ζωγραφική. Αποτελούν παραδείγματα για το “τι μόνο η ζωγραφική μπορεί να κάνει”, για να δανειστούμε μια φράση του επιφανούς ιστορικού της τέχνης σερ Ερνστ Γκόμπριτς». Και ο πρόεδρος της επιτροπής καταλήγει με κάτι που, πιστεύω, γεννά ένα χαμόγελο σε όποιον αγαπάει τη ζωγραφική τέχνη: «Πολλά μέλη της επιτροπής εξέφρασαν την άποψη ότι το έργο του Παπανικολάου τούς θυμίζει Τζιόρτζιο Μοράντι και πραγματικά δεν μπορεί να υπάρξει μεγαλύτερη φιλοφρόνηση».


Πάρις Α. Τσεβός. Πρόλογος Λευκώματος «Βασίλης Παπανικολάου», Απρίλιος 2008

«Όσο πιο φρικτός γίνεται τούτος ο κόσμος τόσο πιο αφηρημένη γίνεται η τέχνη. Ένας ειρηνικός κόσμος παράγει μια τέχνη ρεαλιστική.» Paul Klee

Είναι μεγάλη ευλογία για κάποιον ζωγράφο αν νωρίς ανακαλύψει τον ζωγραφικό του δρόμο. Αν δηλαδή καταφέρει να παρουσιάσει ένα καινούργιο, ολότελα δικό του κόσμο. Έχω την αίσθηση ότι ο Βασίλης Παπανικολάου δεν χρειάστηκε να προσπαθήσει πολύ για να καταφέρει αυτό που άλλοι ζωγράφοι αναζητούν σε ολόκληρη τη ζωγραφική τους διαδρομή και στις περισσότερες μάλιστα φορές τελικά δεν επιτυγχάνουν ή ακόμη και όταν επιτύχουν, πέφτουν στην παγίδα της απλής μανιέρας.
Είχα την ευτυχία να δω ακόμη και τα πρώιμα σχέδια του ζωγράφου, θάλεγα αυτά που πρωτοσχεδίασε όταν ήταν ακόμη παιδί. Ακόμη και σ’αυτά τα σχέδια θα μπορούσε εύκολα να διακρίνει κανείς την πίστη του ζωγράφου για το δημιούργημά του. Ο Β.Π. δεν διστάζει, ούτε δίστασε ποτέ. Από νωρίς αυτονομήθηκε τη στιγμή που συνομήλικοί του αλλά και μεγαλύτεροι ζωγράφοι, εγκλωβίζονται στη μίμηση και την αναπαραγωγή χιλιοειπωμένων αντιλήψεων.

Έχει η ζωγραφική κοινωνική αποστολή; Αγωνίζεται να λύσει τα μεγάλα προβλήματα του ανθρώπου; Αποτελεί την αφετηρία για βαθύτερους φιλοσοφικούς προβληματισμούς; Καταδικάζεται η καλαίσθητη ζωγραφική, αυτή που τέρπει το θεατή; Αποτελεί το θέμα που καταπιάνεται ο ζωγράφος το ζητούμενο ώστε μέσω αυτού να συγκλονίσει, να συνταράξει το θεατή;

Όταν πρωτοείδα έργα του Βασίλη Παπανικολάου που αναπαριστούν απλά αντικείμενα, όπως για παράδειγμα το μπρίκι του καφέ και το φλιτζάνι πάνω σε ένα κομμάτι ξύλο, ένιωσα να με διαπερνά ένα ρίγος, μια αίσθηση νοσταλγική και απροσδιόριστη, σαν αυτή της ανοιξιάτικης αύρας που παίρνει το μυαλό. Ένιωσα τα μάτια μου να μην πιστεύουν αυτό που βλέπουν και να προσπαθώ να εντείνω τη ματιά μου για να μην χάσω και την πιο μικρή έκφανση του έργου του. Το έργο του αυτό που αποπνέει ευγένεια και αλήθεια, λεπτότητα και συναίσθημα, εγκεφαλική διεργασία και ελευθερία ταυτόχρονα, όχι μόνο μου δημιουργεί βαθύτερο προβληματισμό, όχι μόνο μου δίνει την απαραίτητη ανάσα ζωής, μα με κάνει να βλέπω τα πράγματα διαφορετικά. Κι όλα αυτά όταν ο ίδιος Παπανικολάου δεν ενδιαφέρεται να «πείσει» κανέναν. Το μόνο που τον απασχολεί είναι να παρουσιάσει εκείνο που ονειρεύεται, χωρίς δεσμεύσεις και περιορισμούς.

Στην Ελλάδα οι άνθρωποι επειδή δεν πιστεύουν στα μάτια τους δεν πιστεύουν σ’ όσους προτείνουν κάτι. Η έκθεση αυτή είναι μια αφορμή ν’ ανοίξουμε τα μάτια μας.